Η ΑΓΝΩΣΤΗ «ΑΛΛΕΡΓΙΑ» ΣΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ
Για τους πάσχοντες από μια διαταραχή που μερικοί ειδικοί αποκαλούν μισοφωνία, η ώρα του φαγητού μπορεί να είναι εφιάλτης. Οι ήχοι που κάνουν οι άλλοι όταν τρώνε – το μάσημα, η κατάποση, το ρούφηγμα κτλ. – μπορεί να τους εξαγριώσουν απότομα, βίαια και στον υπερθετικό βαθμό...
Ή, όπως το θέτει η Αντα Σίγκανοφ στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», «είναι οργή, πανικός, τρόμος, φόβος και θυμός μαζί».
«Πρόκειται για μια εντελώς παράλογη αντίδραση», προσθέτει η 52χρονη από το Αλπάιν της Καλιφόρνια. «Τόσο παράλογη, αλλά και τόσο αληθινή, ώστε πλέον δεν μπορώ να φάω μαζί με τον σύζυγό μου».
Είναι γεγονός πως πολλοί άνθρωποι νιώθουν να αποσπάται η προσοχή τους από χαμηλούς ήχους, οι οποίοι δεν φαίνεται να προβληματίζουν άλλους ανθρώπους. Τέτοιοι ήχοι λ.χ. είναι το μάσημα της τσίχλας, τα βήματα στη σκάλα ή το ότι κάποιος μουρμουρίζει. Οι ασθενείς με μισοφωνία όμως έχουν κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή ενόχληση.
Φαγητό και αναπνοή
Η μισοφωνία είναι μια σχετικά νέα διαταραχή, η οποία ελάχιστα έχει μελετηθεί και κατά συνέπεια λίγα είναι γνωστά γι’ αυτήν.
Αποκαλείται επίσης σύνδρομο επιλεκτικής ευαισθησίας στον ήχο και εκδηλώνεται με έναν εξαιρετικά συγκεκριμένο τρόπο: σχεδόν πάντοτε αρχίζει προς το τέλος της παιδικής ηλικίας και την έναρξη της προεφηβείας (ηλικίες 8-10 ετών) και επιδεινώνεται με το πέρασμα του χρόνου.
Οι ήχοι που εξαγριώνουν τους πάσχοντες είναι κυρίως όσοι κάνουμε όταν τρώμε και όταν αναπνέουμε.
«Δεν νομίζω πως τα 8χρονα και τα 9χρονα παιδιά ξυπνάνε ένα πρωί και λένε “σήμερα θα πω του μπαμπά πως με τρελαίνει ο ήχος που κάνει όταν μασάει”», λέει η δρ Μάρσα Τζόνσον, ακουολόγος στο Πόρτλαντ του Ορεγκον. «Και όμως, αυτό ακριβώς συμβαίνει και πολύ σύντομα το παιδί αρνείται να καθήσει στο οικογενειακό τραπέζι ή να πάει στο σχολείο».
Ο δρ Αατζ Ρ. Μόλερ, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ντάλας, ο οποίος ειδικεύεται στο ακουστικό νευρικό σύστημα, συμπεριέλαβε πέρυσι τη μισοφωνία σε έναν ιατρικό οδηγό που εξέδωσε για το βουητό των αυτιών (Textbook of Tinnitus, 2010).
Ο δρ Μόλερ πιστεύει πως η μισοφωνία είναι θέμα συνδέσεων στον εγκέφαλο (σαν την αριστεροχειρία και τη δεξιοχειρία, δηλαδή). «Δεν πρέπει να είναι ακουστική διαταραχή, αλλά μάλλον απόρροια κάποιας ανατομικής δυσμορφίας στις δομές του εγκεφάλου οι οποίες ενεργοποιούνται μετά την επεξεργασία του ήχου», εξηγεί.
Λανθασμένες διαγνώσεις
Οποια κι αν είναι η αιτία της, «θεραπεία γι’ αυτήν δεν υπάρχει», τονίζει, «με συνέπεια οι ασθενείς να πηγαίνουν από τον έναν γιατρό στον άλλον, αναζητώντας μάταια θεραπεία».
Η δρ Τζόνσον συμφωνεί μαζί του. «Οι άνθρωποι αυτοί διαγιγνώσκονται με ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, πριν μάθουν τελικά τι έχουν στ’ αλήθεια», λέει. «Τους λένε ότι έχουν φοβική διαταραχή, ιδεοληπτική-ψυχαναγκαστική διαταραχή, διπολική διαταραχή, κάποια αγχώδη διαταραχή ή ακόμα και σκέτη μανία».
Η δρ Τζόνσον άρχισε να ασχολείται με τη μισοφωνία το 1997, όταν ήρθε αντιμέτωπη με το πρώτο περιστατικό της. «Εκλαιγε γοερά, γιατί κάποιοι άλλοι γιατροί τής είχαν πει πως εάν ήθελε θα μπορούσε να το ελέγξει», θυμάται. «Πάντα κλαίνε. Δεν είναι όμως δικό τους λάθος που δεν αντέχουν κάποιους ήχους, δεν επιδίωξαν να παρουσιάσουν μισοφωνία, ούτε την προκάλεσαν».
Κι αν αυτή είναι η αρχική αντίδραση των παιδιών, «ούτε όταν ενηλικιωθούν το ξεπερνούν», προσθέτει. «Απλώς προσαρμόζουν τις ζωές τους σε αυτό το πρόβλημα».
Η 19χρονη Τέιλορ Μπένσον από το Πανεπιστήμιο του Κρέιτον στην Ομαχα λέει πως πολλοί ήχοι του στόματος, καθώς και το ρούφηγμα της μύτης και η μάσηση της τσίχλας, της προκαλούν ταχυπαλμία και αίσθημα σφιξίματος στο στήθος. Κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπη με τέτοιους ήχους νιώθει τις γροθιές της να σφίγγονται και τα μάτια της να καρφώνουν αγριεμένα τον άνθρωπο που τους δημιουργεί.
«Εχω μπλέξει σε ατελείωτους καβγάδες εξαιτίας της και έχω χάσει πολλούς φίλους», ομολογεί.
Αλλο η υπερακουσία
Η μισοφωνία (σημαίνει «μίσος για τους ήχους») μερικές φορές συγχέεται με την υπερακουσία, η οποία είναι η μειωμένη αντοχή στους ήχους με συνέπεια να εκλαμβάνει κάποιος έναν συνηθισμένο ήχο ως αφύσικα δυνατό ή σωματικά επώδυνο. Για τη δρα Τζόνσον, οι δύο διαταραχές είναι διαφορετικές.
«Οι πάσχοντες από μισοφωνία δεν έχουν πρόβλημα με τους δυνατούς ήχους, όσο πιο δυνατός είναι ένας ήχος τόσο το καλύτερο», εξηγεί. «Οι ήχοι που δεν αντέχουν είναι πολύ απαλοί, με το ζόρι τους ακούει κανείς». Οπως λέει, έχει ασθενή που τρελαίνεται ότι ακούει τον σκύλο της να… γλείφει την πατούσα του, ενώ ένας άλλος δεν αντέχει τον ήχο που κάνει το γράμμα πι σε μια συνηθισμένη συζήτηση.
Η μισοφωνία φαίνεται πως έχει κληρονομικές συνιστώσες – η Αντα Σίγκανοφ πιστεύει πως έπασχε και ο πατέρας της από αυτήν, διότι όταν ήταν παιδί και της αγόραζε καινούργια παπούτσια ούρλιαζε πως δεν αντέχει το τρίξιμό τους στο πάτωμα του σπιτιού.
Η συχνότητα της μισοφωνίας παραμένει άγνωστη. Το μόνο σίγουρο είναι πως στην ιστοσελίδα που έχει δημιουργήσει η δρ Τζόνσον γι’ αυτήν (http://soundsensitivity.info/english/) έχουν εγγραφεί ως μέλη 1.700 πάσχοντες από όλο τον κόσμο.
Οσον αφορά την αντιμετώπισή της, κάθε ασθενής κάνει ό,τι μπορεί για να την αντέξει. Αλλοι επιστρατεύουν ωτασπίδες, άλλοι αποφεύγουν πάση θυσία τις συνθήκες που δημιουργούν τους εχθρικούς ήχους, κάποιοι μουρμουρίζουν μόνοι τους για να καλύπτουν τους περιβάλλοντες ήχους και κάποιοι, όπως η Αντα Σίγκανοφ, φωνάζουν. «Μόνο όταν φωνάξω “σκάστε” ή “σταματήστε” καταλαγιάζουν τα ακραία συναισθήματα που νιώθω», λέει. «Αν δεν αντιδράσω κάπως, ο θυμός μου εντείνεται. Το ουρλιαχτό είναι αρκετό για να δώσω τέλος στο μαρτύριό μου». Πηγή: otherside.gr