H ΑΠΟΒΟΛΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΟΔΙΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Η γρήγορη σύλληψη μετά από μία αποβολή μειώνει τις πιθανότητες τόσο για μία νέα αποβολή, όσο και την πιθανότητα για καισαρική κατά τη γέννα, για πρόωρη γέννα ή για γέννηση του παιδιού, με πολύ μικρό βάρος...
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε υπό την επιδημιολόγο, Σοχίνι Μπατατσάρια, της μαιευτικής κλινικής και του πανεπιστημίου του Αμπερντίν, οι γυναίκες που μετά την εξωσωματική συλλαμβάνουν εντός 6μήνου, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες, να κρατήσουν το μωρό και να έχουν μία υγιή εγκυμοσύνη, χωρίς επιπλοκές, σε σχέση με όσες περιμένουν να περάσει ένα διάστημα, πριν ξαναπροσπαθήσουν.
Η σχετική έρευνα έρχεται σε αντίθεση με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που προτείνει, μετά από μια αποβολή, οι γυναίκες να περιμένουν τουλάχιστον ένα 6μηνο πριν ξαναμείνουν έγκυες, ενώ άλλοι ιατρικοί φορείς συνιστούν ακόμα μεγαλύτερη περίοδο αναμονής.
Όμως οι Βρετανοί ερευνητές μελέτησαν τα ιατρικά ιστορικά περισσότερων των 30.000 γυναικών στη Σκωτία, που είχαν αποβάλει κατά την πρώτη εγκυμοσύνη τους και στη συνέχεια έμειναν ξανά έγκυες.
Η έρευνα έδειξε, ότι όσες συνέλαβαν μέσα στο πρώτο εξάμηνο μετά την αποβολή, είχαν στη συνέχεια καλύτερη δεύτερη εγκυμοσύνη και λιγότερες επιπλοκές.
Μάλιστα, το ανωτέρω συμπέρασμα είχε ισχύ ακόμα και στις περιπτώσεις γυναικών, που συνέλαβαν γρήγορα μετά την αποβολή και οι οποίες ήταν κατά μέσο όρο δύο χρόνια μεγαλύτερες σε σχέση με τις γυναίκες που περίμεναν τουλάχιστον δύο χρόνια πριν ξαναμείνουν έγκυες.
Σημειώνεται ακόμη, πως δεν υπήρχε καμία διαφορά ανάλογα με το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο της γυναίκας.
“Είναι περιττό για τις γυναίκες να καθυστερούν τη σύλληψη μετά από μια αποβολή”, ανέφερε η Μπατατσάρια, η οποία συνέστησε, ειδικά στις γυναίκες άνω των 35 ετών, να μην καθυστερήσουν καθόλου τη νέα εγκυμοσύνη.
Οι γυναίκες 40 ετών και άνω έχουν πιθανότητα 30% να αποβάλουν, ενώ οι γυναίκες άνω των 45 ετών έχουν πιθανότητα 50%, σύμφωνα με την μελέτη, ενώ κατά μέσο όρο, περίπου μια στις πέντε εγκυμοσύνες διακόπτεται με αποβολή, πριν την 24η εβδομάδα.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “British Medical Journal”. Πηγή: cosmo.gr