ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΜΕΤΑ ΤΑ 40: ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ;
«Γεροντοπαίδια» ονομάζει η λαϊκή ρήση τα παιδιά που γεννιούνται από γονείς μεγάλης σχετικά ηλικίας, με όλα τα αρνητικά στοιχεία που ο χαρακτηρισμός αυτός συνεπάγεται. Χαρακτηρισμός, όμως, που παλαιότερα βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με τα επιστημονικά, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει αλλάξει σημαντικά τις απόψεις και τις προτεραιότητες στη ζωή των ανθρώπων...
Η βιολογική ηλικία των ανθρώπων είναι πλέον μικρότερη από την ημερολογιακή τους ηλικία, σε σχέση με δύο ή τρεις δεκαετίες πριν. Οι σημερινές σαραντάρες βιολογικά θυμίζουν τριαντάρες, όχι μόνο λόγω καλής υγείας και όψης, αλλά και λόγω ακμαίας ψυχολογίας και ενεργητικότητας.
Οι εγκυμοσύνες στην αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της γυναίκας αποτελούσαν μέχρι πριν από μερικά χρόνια, πέρα από σχετικά σπάνιο φαινόμενο, και περιπτώσεις προς αποφυγήν, με βάση τις απόψεις της κλασικής μαιευτικής επιστήμης. Αποτελούσαν επίσης κυήσεις «υψηλού κινδύνου» όσον αφορά την πορεία της εγκυμοσύνης και την έκβαση του τοκετού.
Στην ίδια λογική κινούνταν και οι απόψεις των ψυχολόγων και των κοινωνιολόγων. Ολοι συμφωνούσαν ότι το παιδί θα πρέπει να γεννιέται από νέους γονείς, οι οποίοι, πέρα από τη ζεστασιά της γονεϊκής αγκαλιάς, μπορούν να ασχοληθούν με κέφι και χαρά, να παίξουν και να τρέξουν με τον νεαρό τους απόγονο, να του αφιερώσουν χρόνο, ενέργεια και φροντίδα. Ισως μάλιστα οι νέοι γονείς μπορούν να καταλάβουν καλύτερα τα παιδιά τους και να τους συμπαρασταθούν καλύτερα στην ψυχοσυναισθηματική τους ωρίμαση.
Οι ψυχολόγοι μιλούσαν για «χάσμα γενεών» ανάμεσα στους γονείς και το παιδί, όταν η διαφορά ηλικίας γονιών και παιδιών ήταν μεγαλύτερη από 25 έως 30 χρόνια.
Σε πλήρη αρμονία απόψεων και οι θέσεις των μαιευτήρων-γυναικολόγων: η εγκυμοσύνη μετά τα σαράντα έχει μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολής ή πρόωρου τοκετού, επιπλοκών της εγκυμοσύνης, ενίοτε σοβαρών, αλλά και κινδύνους κατά τον τοκετό.
Αυξημένοι είναι επίσης οι κίνδυνοι γενετικών και άλλων βλαβών στο έμβρυο. Αλλωστε, για τους ίδιους ενδεχομένως λόγους η φύση περιορίζει τον αριθμό των κυήσεων αυτών, μειώνοντας δραστικά τη γονιμότητα της γυναίκας γύρω και μετά τα σαράντα.
Ομως ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει αλλάξει σημαντικά τις απόψεις και τις προτεραιότητες στη ζωή των ανθρώπων. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να μιλήσει για «ετεροχρονισμό» της ηλικίας ολοκλήρωσης της εφηβείας, με κριτήρια ψυχολογικά, κοινωνικά, οικονομικά, αλλά και για ευρύτερη αλλαγή στη σεξουαλική ζωή των ανθρώπων, σε σχέση με την ηλικία τους.
Ετσι, η επαγγελματική αποκατάσταση ανδρών και γυναικών προηγείται του ενδιαφέροντος για συντροφικότητα, τα κριτήρια οικονομικής εξασφάλισης και ανέλιξης προηγούνται του ενδιαφέροντος για γάμο και οικογένεια, η δε σεξουαλικότητα προέχει της γονιμότητας, διαχωριζόμενη μάλιστα απολύτως από αυτήν.
Παράλληλα, η βιολογική ηλικία των ανθρώπων είναι μικρότερη από την ημερολογιακή τους ηλικία, σε σχέση με δύο ή τρεις δεκαετίες πριν. Οι σημερινές σαραντάρες γυναίκες βιολογικά θυμίζουν τριαντάρες, αναδίδοντας αίσθηση νεανικότητας, όχι μόνο λόγω καλής υγείας και όψης, αλλά και λόγω ακμαίας ψυχολογίας και ενεργητικότητας.
Θα μπορούσε ακόμα να υποστηρίξει κανείς, με μικρό κίνδυνο λάθους, ότι οι σημερινοί άνθρωποι βιώνουν το μεγάλο έρωτα της ζωής τους που θα οδηγήσει σε γάμο, σε μεγαλύτερη ηλικία.
Τα δημογραφικά δεδομένα δείχνουν επίσης όλο και μεγαλύτερη ηλικία γάμου για τους δύο συζύγους και τα ιατρικά δεδομένα μιλούν ξεκάθαρα για αργή, αλλά σταθερή αύξηση της ηλικίας γέννησης του πρώτου παιδιού.
Τα θετικά στοιχεία
Με αυτά τα δεδομένα εύκολα καταλαβαίνει κανείς το ενδιαφέρον των ανθρώπων για απόκτηση παιδιού σε μεγαλύτερη ηλικία, κόντρα σε αυτά που το βιολογικό μας ρολόι επιτάσσει και ορίζει.
Σ' αυτή την ξεκάθαρη αλλαγή των κοινωνικών δεδομένων και το εξίσου καθαρό αίτημα για απόκτηση παιδιών από μεγαλύτερης ηλικίας συζύγους, η Ιατρική έρχεται στις μέρες μας να βοηθήσει με συγκεκριμένα επιστημονικά δεδομένα.
Η παρακολούθηση της εγκυμοσύνης γίνεται με τη βοήθεια εξετάσεων που μπορούν να ελέγχουν με σιγουριά την καλή υγεία του εμβρύου και της μητέρας. Η πρόοδος αυτή εγγυάται καλύτερη παρακολούθηση της εγκυμοσύνης, μέσα από τις φροντίδες της Περιγεννητικής Ιατρικής, που αποτελεί υποειδικότητα της Μαιευτικής και Γυναικολογίας.
Η Νεογνολογία έχει επίσης κάνει μεγάλες προόδους στη βοήθεια που παρέχει σε μικρού βάρους νεογνά, και με την έννοια της εξασφάλισης καλής μελλοντικής υγείας σ' αυτά.
Εκείνο όμως που πρέπει να αντιληφθούν οι υποψήφιοι γονείς είναι ότι οι εγκυμοσύνες μετά τα 40 αποτελούν «κυήσεις υψηλού κινδύνου» και απαιτούν στενότερη και λεπτομερέστερη παρακολούθηση από τις εγκυμοσύνες που αναπτύσσονται στη μήτρα μιας νεαρής υποψήφιας μητέρας. Απαιτούν επίσης μεγαλύτερη και καλύτερη συμμόρφωση στις ιατρικές οδηγίες, χωρίς μεγάλα περιθώρια ανοχής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αυστηροί κανόνες ως προς τη λήψη βάρους, η αθέτηση των οποίων εύκολα μπορεί να εκθέσει την έγκυο στον κίνδυνο του διαβήτη της κύησης. Επίσης, ο αυξημένος κίνδυνος προβλημάτων, ιδιαίτερα στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, οδηγεί σε αυξημένη πιθανότητα ανάγκης παραμονής στο σπίτι. Αρα η γυναίκα θα πρέπει να έχει την πολυτέλεια απουσίας από τη δουλειά της, αν αυτό απαιτηθεί, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της εγκυμοσύνης.
Γενικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι συχνά απαιτούνται θυσίες από επαγγελματικές και κοινωνικές υποχρεώσεις. Οι γυναίκες όμως αυτές είναι πιο ώριμες για να δεχτούν αυτούς τους περιορισμούς και να συμμορφωθούν σε αυστηρότερες ιατρικές οδηγίες, από τις αντίστοιχες υποψήφιες μητέρες των 20 ή 25 χρόνων. Για τον ίδιο λόγο βιώνουν πιο θετικά την εγκυμοσύνη και είναι πιο ήρεμες και καρτερικές. Πηγή: http://www.enet.gr