ΔΥΣΛΕΞΙΑ: ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΕ ΤΗΝ!
«Υπάρχει λαίλαπα δυσλεξίας ή είναι ιδέα μου;» ρωτούσε προσφάτως μητέρα σε σχολική συνάντηση. Βλέπετε, κάθε χρόνο με την έναρξη της σχολικής χρονιάς ένας σημαντικός αριθμός γονέων καλείται να διαχειριστεί μια πληροφορία που ακούγεται εξαιρετικά δυσοίωνη: «Το παιδί σας είναι δυσλεξικό»! Πλήθος τα ερωτήματα που γεννώνται έπειτα από αυτό: Τι σημαίνει «είναι δυσλεξικό»; Πρόκειται για ασθένεια ή όχι; Τι πρέπει να κάνω; Υπάρχει ελπίδα;...
Η ειδικευμένη στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ, διευθύντρια της Μονάδας Δυσλεξίας και Διαταραχών του Λόγου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου, κυρία Μαρία Σαββάκη έχει απαντήσει πολλές φορές σε τέτοια ερωτήματα. Της ζητήσαμε να το κάνει και πάλι και να δώσει κατευθυντήριες γραμμές στους γονείς-αναγνώστες του «ΒΗΜΑScience».
«Οι γονείς που θα λάβουν μια τέτοια πληροφορία στο νηπιαγωγείο ή στις πρώτες τάξεις του δημοτικού μπορούν να θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς» λέει η κυρία Σαββάκη, προσθέτοντας ότι «είναι συνηθισμένο η δυσλεξία να μην εντοπίζεται έγκαιρα, πράγμα που σημαίνει πολύ περισσότερο κοπιώδη παρέμβαση από εμάς και πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια από τα παιδιά». Η ελληνίδα γιατρός, εκπαιδευτικός και ψυχογλωσσολόγος δεν χρησιμοποιεί τυχαία τη λέξη «εντοπίζεται», την οποία προτιμά από τη λέξη «διαγιγνώσκεται». «Δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνη η ιατρικοποίηση της δυσλεξίας. Πρόκειται για μια μαθησιακή δυσκολία που απαιτεί παρέμβαση και όχι για ασθένεια που απαιτεί θεραπεία» λέει χαρακτηριστικά.
Πώς εντοπίζεται
Ανεξαρτήτως χαρακτηρισμού της δυσλεξίας, πάντως, φαίνεται ότι υπάρχει μια ασάφεια σχετικά με το πώς θα εντοπίσουμε τα παιδιά που χρήζουν παρέμβασης. Με δεδομένο δε ότι, όπως έδειξε το ρεπορτάζ που κάναμε, μπορεί ένα παιδί να περιμένει και δύο χρόνια για να εξετασθεί από τους αρμόδιους φορείς (ΚΔΑΥ, ιατροπαιδαγωγικούς σταθμούς), το βάρος της πρώιμης αναγνώρισης αυτής της μαθησιακής δυσκολίας εμπίπτει στους γονείς και στους νηπιαγωγούς και δασκάλους. Τι θα πρέπει λοιπόν να υποψιάσει τους γονείς; «Αναμένουμε από ένα παιδί ηλικίας νηπιαγωγείου να έχει κατακτήσει τις βασικές γλωσσικές δομές: την άρθρωση, τη σύνταξη, τη γραμματικότητα, τη σημαντική και την προσωδία» λέει η κυρία Σαββάκη. Με άλλα λόγια, ένα πεντάχρονο παιδί οφείλει να αρθρώνει σωστά τις λέξεις, να τις βάζει στη σωστή σειρά, με τις σωστές πτώσεις, εγκλίσεις, γένη, να γνωρίζει τη σημασία των λέξεων και να τις εκφέρει με την αρμόζουσα μουσικότητα. Αν κάτι από τα παραπάνω δεν συμβαίνει, οι γονείς θα πρέπει να κινητοποιηθούν και να ζητήσουν τη βοήθεια ειδικών. Το ίδιο πρέπει να γίνει αν ως το τέλος της τρίτης δημοτικού το παιδί δεν είναι σε θέση να διαβάσει απρόσκοπτα.
Στην αντιμετώπιση της δυσλεξίας όμως εμπλέκονται πολλές ειδικότητες και δεν είναι ξεκάθαρο πού ακριβώς πρέπει να προστρέξουν οι γονείς. Προφανώς η αξιολόγηση των ειδικών ξεφεύγει από τους σκοπούς του παρόντος άρθρου. Ρωτήσαμε ωστόσο την κυρία Σαββάκη τι θα πρέπει να αναμένει ο γονέας από τον ειδικό στον οποίο προστρέχει.«Ο ειδικός θα πρέπει να είναι σε θέση να του δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης και της παρέμβασης που θα χρησιμοποιηθεί. Θα πρέπει, δηλαδή, ο γονέας να πληροφορηθεί από τον ειδικό τι ακριβώς συμβαίνει, γιατί ακριβώς συμβαίνει, πώς ακριβώς θα διορθωθεί αυτό που συμβαίνει και πότε»λέει η ελληνίδα γιατρός, συμπληρώνοντας ότι «με τη σωστή παρέμβασητα αποτελέσματα είναι θεαματικά».
Ο ρόλος της τηλεόρασης
Σύμφωνα με όλα τα ερευνητικά ευρήματα, η δυσλεξία έχει νευροβιολογική και γενετική βάση. Υπάρχουν όμως παράμετροι τις οποίες θα πρέπει να προσέξουν οι γονείς ώστε να θωρακίσουν κατά το δυνατόν τα παιδιά τους; «Φυσικά και υπάρχουν και μάλιστα δεν πρόκειται για μαγικές συνταγές αλλά για στάσεις ζωής που θα υπαγόρευε η κοινή λογική» λέει η κυρία Σαββάκη και εξηγεί: «Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αποτελεί η τηλεθέαση. Εχει βρεθεί ότι η τηλεθέαση μπορεί να καθηλώσει γλωσσικά τα παιδιά και ο λόγος είναι πολύ συγκεκριμένος: για να εξαγάγει ο εγκέφαλος ένα έλλογο μήνυμα από μια εικόνα απαιτούνται 15 δευτερόλεπτα,ενώ στην τελεόραση οι εικόνες αλλάζουν ανά τρία δευτερόλεπτα. Με δεδομένο ότι η τηλεόραση αποτελεί μια πολιτιστική παράμετρο την οποία δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, η κοινή λογική υπαγορεύει να γνωρίζουμε ποιο παιδί παρακολουθεί πόση και τι είδους τηλεόραση. Διότι ένα ντοκυμαντέρ για την τίγρη με αργές σκηνές δεν είναι το ίδιο με ένα πολεμικού θέματος φασαριόζικο κινούμενο σχέδιο. Ξέρετε πόσα τετράχρονα, πεντάχρονα και επτάχρονα παιδιά που αναμφίβολα διασκέδασαν παρακολουθώντας κάτι στην τηλεόραση δεν είναι μετά σε θέση να περιγράψουν με λόγια αυτό που είδαν;».
Στην παρατήρησή μας ότι για την τηλεόραση που βρίθει εικόνων φαίνεται να μην ισχύει το ρητό «μια εικόνα, χίλιες λέξεις» η ελληνίδα γιατρός υπήρξε κάθετη: «Φυσικά και ισχύει. Μια εικόνα, τηλεοπτική ή όχι,μπορεί να ισούται με χίλιες και περισσότερες λέξεις, αρκεί να έχει μάθει κανείς να τις λέει!». Η διγλωσσία
Υπάρχουν άραγε άλλες παράμετροι της καθημερινότητας ενός παιδιού που μπορούν να εμποδίσουν την ανάπτυξη του λόγου; Και πως εμπλέκεται η ελειμματική προσοχή στην δυσλεξία; «Η ελειμματική προσοχή αποτελεί μια άλλη νέα λαίλαπα, αλλά πρόκειται για τεράστιο θέμα που καλό θα ήταν να εξεταστεί ξεχωριστά. Εστιάζοντας στη δυσλεξία,έχει αποδειχθεί ότι η διγλωσσία αναστέλλει την άρτια εκμάθηση της γλώσσας. Και ξέρουμε ότι σήμερα δεν είναι λίγα τα παιδιά που μεγαλώνουν με ξενόγλωσσες νταντάδες» λέει η κυρία Σαββάκη. Και η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι πρέπει τα παιδιά να διδάσκονται νωρίς τις ξένες γλώσσες;
«Ενα βασικό αξίωμα της ψυχογλωσσολογίας είναι πως δεν αποκτά κανείς μια ξένη γλώσσα αν δεν διαθέτει μια πρώτη, τη μητρική του»λέει η ελληνίδα ειδικός και εξηγεί πως η κατάλληλη ηλικία για εκμάθηση ξένης γλώσσας είναι μετά τη συμπλήρωση του εβδόμου έτους της ηλικίας των παιδιών. Απαντώντας δε στο ερώτημά μας αν μετά τα επτά δεν δυσκολεύει η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας η κυρία Σαββάκη λέει:«Αν έχει κατακτήσει κανείς τη μητρική του γλώσσα, είναι πολύ πιο εύκολο να μάθει άρτια μια δεύτερη στα επτάπαρά να έχει αρχίσει δύο γλώσσες στην ηλικία του ενός,δύο ή τριών ετών και να μην έχει μάθει καμία ολοκληρωμένα. Εξάλλου ως την ηλικία των τριώνη γλώσσα δεν συνιστά απαραιτήτως επικοινωνία. Θα έχετε προσέξει στις παραλίες το καλοκαίρι πόσο αρμονικά παίζουν τα δίχρονα και τρίχρονα ελληνόπουλα με παιδιά τουριστών αντίστοιχης ηλικίας. Ενα παιδί τεσσάρων χρόνων όμως που προσπαθεί να παίξει με ένα ξενόγλωσσο παιδί θα πάει στη μαμά του και θα δηλώσει “δεν καταλαβαίνω τι λέει!”».
Σεβασμό στο «πάλι!»
Αν και τα παραπάνω ακούγονται εφαρμόσιμα, η κυρία Σαββάκη δεν τρέφει καμία ψευδαίσθηση σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι σημερινοί γονείς: «Η πολύχρονη εμπειρία μου μού έχει δείξει ότι στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες αυτά που ζητούμε από τους γονείς είναι πολύ δύσκολα ακριβώς επειδή απαιτούν αλλαγές στον τρόπο της ζωής τους. Μια μητέρα που γυρίζει στις 8 το βράδυ από τη δουλειάδεν είναι εύκολο να αλλάξει αυτό το δεδομένο» λέει χαρακτηριστικά. Τι μπορεί όμως να κάνει ο γονέας του δυσλεξικού παιδιού που θέλει να ενισχύσει την προσπάθεια του παιδιού του;«Να δείξει ψυχραιμία και να αξιοποιήσει την κοινή λογική. Π.χ.,είναι θέμα κοινής λογικής να αντιληφθούμε ότι τα 40 λεπτά με τον ειδικό δεν αρκούν και πως τα μεγάλα οφέλη από τις επισκέψεις στον ειδικό είναι η επανάληψη στο σπίτι. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα δίχρονα και τρίχρονα τρελαίνουν τις μαμάδες τους με το “πάλι” και “πάλι”. Η επανάληψη κάνει θαύματα στην εγκατάσταση της γλώσσας. Να θυμίσουμε επίσης ότι η μάθηση και η διασκέδαση πάνε μαζί, το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Μαθαίνουμε καλύτερα όταν χαιρόμαστε και χαιρόμαστε πολύ περισσότερο όταν η μητέρα και ο πατέρας παίζουν μαζί μας». Πηγή: http://www.tovima.gr