ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ένας καινούργιος ταξιδιωτικός οδηγός της Αθήνας, που αφορά σε Γερμανούς ταξιδιώτες, κυκλοφόρησε πρόσφατα και, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της ιστοσελίδας της Deutsche Welle("DW"), παρουσιάζει τα αξιοθέατα της ελληνικής πρωτεύουσας και μέσα από την καθημερινότητα των πολιτών της. Μεταξύ άλλων, ένα σανδαλοποιό, Αλβανούς τεχνίτες, επιβάτες του μετρό αλλά και ορισμένους που κάνουν μια σύντομη διακοπή στη δουλειά τους για μικροαπολαύσεις, όπως ένα καφεδάκι...
Ακόμη και ο τίτλος, όμως, του νέου βιβλίου για την Αθήνα, που εκδόθηκε στη Γερμανία, είναι εκ πρώτης όψεως αρκετά διαφορετικός από εκείνους των συνηθισμένων ταξιδιωτικών οδηγών: «Ο ποιητής με τα σανδάλια ποτέ δε χορεύει στο μετρό. Αθηναϊκές Αλήθειες». Συγγραφέας του είναι η Έλεν Κάτγια Γέκελ, η διευθύντρια του Ενημερωτικού Κέντρου Αθηνών της DAAD, δηλαδή της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών.
Σε ό,τι αφορά, τώρα, στον ποιητή με τα σανδάλια, αυτός δεν είναι άλλος από τον καλλιτέχνη Παντελή Μελισσινό, ο οποίος εργάζεται ως σχεδιαστής σανδαλιών και σανδαλοποιός, στο μαγαζί του, δίπλα από την πλατεία Μοναστηρακίου. Με το που γίνεται, όμως, γνωστή η ταυτότητα του «ήρωα», γεννάται άλλο ερώτημα: γιατί η συγγραφέας αφιέρωσε ένα από τα 14 κεφάλαια του βιβλίου της στο Μελισσινό; Επειδή, όπως αναφέρει στο πόνημά της η Έλεν Κάτγια Γέκελ, ο Παντελής είναι το πρότυπο του Έλληνα.
«Έχει τη δουλειά του και την κάνει μάλιστα πολύ καλά. Αλλά έχει και το πάθος του... Κι αυτό είναι ένα φαινόμενο που το είδα μόνο στην Ελλάδα... Ένας άνθρωπος να δουλεύει κάπου στην ιεραρχία ενός υπουργείου και το βράδυ να γίνεται χορευτής, τραγουδιστής... Δεν σκέφτεται την άλλη μέρα, αν θα σηκωθεί νωρίς κι αν πρέπει να πάει νωρίς στο κρεβάτι, να έχει τον ύπνο του, να συγκεντρωθεί. Αυτό είναι πιστεύω κάτι πολύ γερμανικό», επισημαίνει χαρακτηριστικά η Γερμανίδα συγγραφέας, που ζει στην ελληνική πρωτεύουσα.
Η επίγεια και η υπόγεια πρωτεύουσα
Όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα, άποψη της κυρίας Γέκελ είναι πως μάλλον πρέπει να είσαι ξένος, ώστε να ανακαλύψεις σε καθημερινά και οικεία φαινόμενα τις όμορφες ιδιαιτερότητες της πόλης. Για παράδειγμα, τη διαφορά μεταξύ υπέργειας και υπόγειας Αθήνας. Δηλαδή, από τη μια το μπάχαλο στους δρόμους της πρωτεύουσας κι από την άλλη την τάξη και την καθαριότητα στο μετρό.
«Μου κάνει τεράστια εντύπωση», αναφέρει η συγγραφέας, «πώς ο ίδιος άνθρωπος που μπαίνει στο λεωφορείο, που γίνεται θηρίο πολλές φορές, που φωνάζει, που δεν σκέφτεται τον διπλανό του..., που σπρώχνει, που δεν αφήνει τους άλλους να μπούνε, ο ίδιος άνθρωπος όταν κατεβαίνει στο μετρό το οποίο είναι πεντακάθαρο δεν πετάει τίποτα στο πάτωμα, δεν τολμάει να φάει τίποτα και διστάζει όταν χτυπάει το κινητό του να το σηκώσει, ο ίδιος άνθρωπος!».
Σύμφωνα με τη συγγραφέα, όμως, αλλαγές πρέπει να γίνουν και σε ό,τι αφορά στην αντίληψη που επικρατεί στην Ελλάδα για την Παιδεία. «Καμία γενιά στην ιστορία της Ελλάδας δεν είχε μια τόσο καλή σχολική μόρφωση όπως η σημερινή», γράφει η κυρία Γέκελ και προσθέτει πως ταυτόχρονα «οι επαγγελματικές προοπτικές ποτέ δεν ήταν τόσο άσχημες όπως σήμερα, καθώς υπάρχει μια υπερπαραγωγή πτυχιούχων πανεπιστημίου, που δεν μπορούν να απορροφηθούν από την αγορά εργασίας».
Εξάλλου, η Γερμανίδα συγγραφέας εκτιμά πως για τη συγκεκριμένη κατάσταση φταίνε και οι γονείς των νέων, που θέλουν να δουν το παιδί τους γιατρό, δικηγόρο, αρχιτέκτονα. Αντίθετα, υποστηρίζει πως στη γερμανική κοινωνία οι τεχνίτες χαίρουν κοινωνικής αναγνώρισης. Χαρακτηρίζει, μάλιστα, την κατάσταση αυτή που, όπως αναφέρει, υπάρχει στην Ελλάδα απαράδεκτη.
Διαβάζοντας το βιβλίο-ταξιδιωτικό οδηγό της κυρίας Γέκελ, ο Γερμανός αναγνώστης μαθαίνει να ερμηνεύει καλύτερα τα φαινόμενα που βλέπει ως τουρίστας στην Αθήνα. Αλλά και για τους Έλληνες αναγνώστες το βιβλίο παρουσιάζει ενδιαφέρον, διότι ?όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα? αρκετές φορές τους αιφνιδιάζουν οι εκτιμήσεις κάποιου που δεν είναι Έλληνας αλλά γνωρίζει τα πράγματα από πρώτο χέρι.
Άλλωστε, η κ. Γέκελ ζει εδώ και χρόνια στην Ελλάδα, είναι παντρεμένη με Έλληνα, μιλά πολύ καλά ελληνικά και θεωρεί την Αθήνα «κόλαση». Παρ' όλα αυτά, όμως, αγαπά τους ανθρώπους της και τη ζωή της πόλης, και μάλιστα πτυχές της, τις οποίες σχεδόν κανείς άλλος δεν θα χαρακτήριζε ως πλεονεκτήματα: «Το να πιεις έναν καφέ την ώρα της δουλειάς σημαίνει ποιότητα ζωής, είναι ανθρώπινο. Δεν είσαι οκτώ ώρες στο γραφείο χωρίς να βλέπεις κάτι άλλο. Αυτό που λέμε ανθρώπινο, αυτό υπάρχει ακόμη». Πηγή: http://www.kathimerini.gr